ἐπιμέλεια

ἐπιμέλεια
ἐπιμέλεια, ας, ἡ (s. ἐπιμελής and next entry; Hdt. et al. The ἐπιμ-family is especially common in administrative documents.) careful attention displayed in discharge of obligation or responsibility, care, attention, of care received ἐπιμελείας τυχεῖν be cared for (Isocr. 6, 154; 7, 37; Athen. 13, 56 p. 589c; POxy 58, 22 αἱ ταμιακαὶ οὐσίαι τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας τεύξονται; Philo, Spec. Leg. 3, 106; Jos., Ant. 2, 236) Ac 27:3.—Of exercise of diligence ἐν πάσῃ ἐ. σαρκικῇ καὶ πνευματικῇ w. all diligence, both of the body and of the spirit IPol 1:2 (cp. Diod S 14, 84, 2 ἐπιμέλεια τοῦ σώματος=care for the body).—DELG s.v. μέλω. Larfeld I 494. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελείᾳ — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμέλεια — care bestowed upon fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμέλεια — η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής] 1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ. β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.) 2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής… …   Dictionary of Greek

  • επιμέλεια — η 1. φροντίδα, μέριμνα, ενεργό ενδιαφέρον: Η επιμέλεια της έκδοσης του λεξικού. 2. συνεχής και προσεκτική προσπάθεια για κάτι, εργατικότητα, ζήλος: Παρουσιάζει μεγάλη επιμέλεια στοσχολείο. 3. (νομ.), η ανάθεση με δικαστική απόφαση σε κάποιον της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμελείας — ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl (ionic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείαι — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμέλει' — ἐπιμέλεια , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc sg ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελειῶν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείαις — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείαισιν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελείης — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”